- γλυκομεθώ
- γλυκομεθώάω 1. αμετ. чувствовать лёгкое опьянение;2. μετ. пьянить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκομεθώ — ( άω) 1. μεθώ κάποιον ελαφρά και σιγά σιγά 2. μεθώ σιγά σιγά 3. (για μουσικό όργανο) φέρνω κάποιον σε γλυκιά μέθη, μαγεύω απαλά … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek